αστυπολώ

αστυπολώ
ἀστυπολῶ (-έω) (Α) [αστυπόλος]
1. ζω σε πόλη
2. περιφέρομαι στους δρόμους της πόλης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”